Κορινθόθι

Κορινθόθι
Κόρινθος
at
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κορινθόθι — (Α) επίρρ. στην Κόρινθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόρινθος + επιρρμ. κατάλ. θι, δηλωτική τής εν τόπω στάσεως] …   Dictionary of Greek

  • -θι — (Α) 1. κατάληξη τής παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.) 2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”